- φοξ
- φοξ, το και φόξτροτ, τοάκλ. (λ. αγγλ.), χορός αμερικανικής προέλευσης, πολύ της μόδας γύρω στο 1920.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φοξ τερ(ρ)ιέ — το, Ν άκλ. πασίγνωστη φυλή ρωμαλέων σκύλων, με τρίχωμα άσπρο που φέρει μαύρες και καστανέρυθρες κηλίδες, επίμηκες ρύγχος και αναδιπλωμένα σε σχήμα V αφτιά, που χρησιμοποιείται ειδικά στο κυνήγι τής αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fox terrier <… … Dictionary of Greek
φοξ τροτ — το, Ν άκλ. είδος χορού αμερικανικής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fox trot < fox «αλεπού» + trot «βαδίζω γρήγορα με μικρά βήματα»] … Dictionary of Greek
φοξ χάουντ — το, Ν άκλ. ζωολ. διεθνής ονομασία φυλής κυνηγετικών σκύλων αγγλικής καταγωγής, γνωστών με την ελληνική ονομασία αλωπεκοθήρες, κύρια χαρακτηριστικά τών οποίων είναι το ισχυρό τους σώμα, το μακρύ και λεπτό κεφάλι τους και, τέλος, ο χρωματισμός τού… … Dictionary of Greek
Φοξ, Τζορτζ — (Fox, Φένι Ντρέιτον, Λεστερσάιρ 1624 – Λονδίνο 1691). Ιδρυτής της Εταιρείας των Φίλων (Friends’ Society), που έμεινε γνωστή με το υποτιμητικό επίθετο κουάκεροι (τρέμοντες). Επειδή πίστευε ειλικρινά ότι εμπνεόταν από το Θεό, εκτός από τα… … Dictionary of Greek
φοξ-τροτ — (fox trot= βήμα της αλεπούς). Χορός και μουσική χορού, που κατάγεται πιθανότατα από χορό των μαύρων. Δημοφιλής ήδη στην Αμερική πριν από τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, διαδόθηκε αργότερα και στην Ευρώπη από αμερικανικούς θιάσους. Το φ. είναι ένας… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
αγγλέ — αγγλικός «φοξ αγγλέ» είδος χορού «φοξ», που επινοήθηκε από τους Άγγλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. anglais] … Dictionary of Greek
Αλεούτες — (Aleutians).Νησιωτικό σύμπλεγμα (17.770 τ. χλμ.) στον βόρειο Ειρηνικό. Πολιτικά ανήκει στις ΗΠΑ (Πολιτεία της Αλάσκας) και αποτελείται από πολυάριθμα νησιά που διαγράφουν μια καμπύλη 1.700 χλμ. από τις εσχατιές της χερσονήσου της Αλάσκας έως τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κουάκεροι — (Quakers). Ονομασία των μελών προτεσταντικής αίρεσης. Εμφανίστηκε τον 17o αι. στη Μεγάλη Βρετανία και στις αποικίες των ΗΠΑ. Ονομάζονται επίσης Κοινωνία των φίλων, αριθμώντας περί τους 120.000 πιστούς στις ΗΠΑ το 1907. Ιδρυτής της αίρεσης υπήρξε… … Dictionary of Greek